Προσπαθώ να κατευθύνω την προσοχή μου στα επίκαιρα, στα εορταστικά και τα άλλα τα ζοφερά. Να αντλήσω θεματολογία, ικανή να ανταποκριθεί στις ευθύνες μιας σταθερής σελίδας της «Μακεδονίας». Είναι και αρχή χρονιάς! Δεν με ελκύουν οι επέτειοι και όσο περνούν τα χρόνια αποφεύγω και το μέτρημα. Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορεί να με αποσπάσει από το 22. Και τον αιώνα που κύλησε από την πιο σκοτεινή σελίδα του νεότερου ελληνισμού. Έχουν ενδιαφέρον οι προσεγγίσεις της Ιστορίας που αναζητούν στα δύσκολα της διαδρομής, στις τραγωδίες και τις καταρρεύσεις, τα στρατηγικά εθνικά οφέλη. Αλλά, δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα κανείς, να εξορύξει από την Μικρασιατική Καταστροφή ένα καλό. Το 1922 ήταν εθνική καταστροφή. Τελεία. Πάλι ο εσωτερικός μου αντίλογος:»τι τα σκαλίζεις αρχή χρονιάς; Δεν μας φθάνουν όσα περνάμε; Πόσο πόνο να προσθέσουμε;» Ε λοιπόν, η μνήμη πια δεν είναι πόνος. Η μνήμη είναι δύναμη. Και πηγή σοφίας. Πέρασαν δεκαετίες σιωπής και βουβού λυγμού της πρώτης γενιάς. Κι άλλες δεκαετίες αμηχανίας της δεύτερης γενιάς που ξεπέρασε με ταχύτητα το στίγμα του «πρόσφυγγα». Και μετά το 80 κύλησαν κι άλλες δεκαετίες, της τρίτης γενιάς, που οργανώθηκε σε σωματεία και συλλόγους διατήρησης της μνήμης. Έτσι, λένε, γίνεται πάντα. Η πρώτη γενιά που έζησε την Ιστορία σωπαίνει και προσπαθεί να επιβιώσει. Η δεύτερη μοχθεί να στεριώσει, η τρίτη, απελευθερωμένη, ζητά την αλήθεια. «Απανωτές επέτειοι, μέσα στην πανδημία» ακούω πάλι την αιρετική εσωτερική φωνή. «Εντέλει, και η μνήμη και ο πόνος και η παράδοση δεν ξυπνούν κάθε που ο συμβατικός χρόνος προσθέτει δεκαετίες και μηδενικά». Σωστά. Αλλά, αλήθεια, πιστεύει κάποιος ότι δεν έχουμε να κερδίσουμε κάτι από τον αναστοχασμό του 22; Και από ό,τι προηγήθηκε και ό,τι το ακολούθησε; Πράγματι, δεν είναι εύκολο να αφιερώνεις εθνική προσοχή σε μία καταστροφή. Τουλάχιστον, δεν είναι το ίδιο εύκολο όπως το 21, που γιορτάζεις μια γέννα. Ούτε υιοθετώ ως πρότυπο τους περσινούς εορτασμούς. Ούτε πρόταση καινοτόμα κομίζω. Αλλά, είναι χαρακτηριστική η κεντρική αμηχανία προσέγγισης ενός τόσο μεγάλου ιστορικού γεγονότος που χάραξε τη νεότερη Ιστορία. Η Ελλάδα πριν το 22 και η Ελλάδα μετά. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, ιστορικοί, φιλόλογοι, δημοσιογράφοι ερευνούν χρόνια τώρα τα ιστορικά γεγονότα. Αποκαθιστούν και τεκμηριώνουν αλήθειες. Από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη δραστηριοποιούνται Σύλλογοι, κάποιοι από αυτούς αναδεικνύονται σε Κέντρα σημαντικά και Μουσεία αξιώσεων. Συγκεντρώνουν και ταξινομούν υλικό σπάνιο που κινδυνεύει να χαθεί, εκδίδουν βιβλία, ψηφιοποιούν, σώζουν ό,τι σώζεται. Αλλά, και πάλι, αυτή η κεντρική αμηχανία εθνικού αναστοχασμού… Αφού έσβησαν εδώ και καιρό οι ύποπτες προσεγγίσεις περί «συνωστισμού» στην παραλία της Σμύρνης (πόσο άραγε θα μπορούσαν να αντέξουν;), οι μύχιοι φόβοι περί αναζωπύρωσης εχθροτήτων με «την γείτονα» (ή μήπως όχι;), μισών λέξεων για τη Γενοκτονία ( μήπως πάλι όχι;), προς τι τόση σιωπή; Τα θέματα που περιμένουν να τα αγγίξουμε ως παιδευτική εμπειρία αλλά και ως εθνικό πλούτο είναι αμέτρητα. Τι ήταν ο εθνικός διχασμός; Πότε προσδιορίζουμε χρονικά τη Γενοκτονία; Πώς ήρθαν σε κύματα οι μικρασιάτες; Πως λειτούργησε το αποδεκατισμένο κράτος; Πως επέλεξαν οι περισσότεροι για καινούργια πατρίδα τόπους που έμοιαζαν σαν καθρέφτες με την «παλιά πατρίδα»; Τι άφησαν, τι έφεραν, πόσοι χάθηκαν, πόσες διαδρομές από τον Καύκασο στη Ρωσία, από τον δυτικό Πόντο στα τάγματα 

εργασίας, από τα παράλια της Μικράς Ασίας στα νερά του Αιγαίου, από την Καππαδοκία στην Μεσσήνα και στην Μασσαλία, από τη Θράκη στην απέναντι στεριά και πίσω πάλι και ξανά. Κι αν όλα αυτά δεν αρκούν για να συγκροτήσουν μιαν εθνική ανάγκη «αφιερώματος», υπάρχουν οι βαριές προσεγγίσεις της Λωζάννης και της τουρκικής πρόκλησης. Των περιουσιών και των ανισοβαρών διευθετήσεων. Η εκκένωση της Μικράς Ασίας δεν μπορεί να μετατρέπεται σε ενοχικό σύνδρομο των θυμάτων. Και δεν αφορά στην Μυθολογία. Οι μάρτυρες και οι μαρτυρίες είναι εδώ. Κι αν όλα αυτά ακούγονται σαν εμμονή ή κληρονομημένο τραύμα μιας απογόνου προσφύγων (σημειωτέον: ποτέ οι δικοί μου δεν μου μετέφεραν ίχνος πόνου ούτε αντιτουρκικής οργής, κάθε άλλο θα έλεγα!), ας κρατήσουμε τις προτάσεις του καθηγητή Γιώργου Πρεβελάκη «Χωρίς θυματοποίηση, χωρίς αντι-τουρκισμό, με καθαρά επιστημονικό λόγο, πρέπει να παρουσιαστεί η οικουμενική σημασία τα ελληνικής ήττας του 1922» για την οποία ήδη μιλούν στο εξωτερικό πολλοί, καθώς εκτιμάται ως «μια τεράστια οπισθοδρόμηση του Πολιτισμού», προάγγελος πολλών καταστροφών που ακολούθησαν και συνεχίζονται στην Ανατολή. 

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! 

ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ 

Πέρα από όλα αυτά, υπάρχουν και εκείνα, τα ελάχιστα, που κάνουν όλοι οι λαοί που τιμούν την Ιστορία τους, Από τις μεγάλες ευχαριστίες σε εκείνους που έσωσαν χιλιάδες πρόσφυγες στην Σμύρνη μέχρις αυτούς που διέσωσαν τις μαρτυρίες όσων επέζησαν και αναζήτησαν, στα πιο δύσκολα χρόνια, την ουσία του πολιτισμού της Ιωνίας. Από τον Τζένιγκς μέχρι την Μέλπω και τον Οκτάβιο Μερλιέ. Το ελληνικό κράτος χρωστά έναν χώρο τεκμηρίωσης και έρευνας, ένα Μουσείο, δεν έχει σημασία η ονοματοδοσία. Λόγια δεκαετιών στην Θεσσαλονίκη, «πρωτεύουσα των προσφύγων», που μένουν μετέωρα. Νοσταλγικοί προεκλογικοί και επετειακοί λυγμοί που δεν αντιστοιχούν σε πράξεις. Στην Άνω Πόλη ξεριζώσαμε το τελευταίο οικιστικό προσφυγικό απόθεμα, χωρίς ντροπή. Υπόθεση πρόσφατη. Επιλογή, όχι ανάγκη. Με παλινδρομήσεις, φαίνεται πως προχωρά στο πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά ο χώρος για τον ποντιακό και ευρύτερο προσφυγικό ελληνισμό (έχει αναγγελθεί από τουλάχιστον τρείς πρωθυπουργούς μέχρι σήμερα), ενώ στην Καλαμαριά, στον τόπο εισόδου στον «παράδεισο» της καινούργιας πατρίδας, στα Απολυμαντήρια, δεν έχει στηθεί ούτε ένα μνημείο. Επαναφέρω το θέμα του Κυβερνείου, που βρίσκεται δίπλα στον μαρτυρικό τόπο των Απολυμαντηρίων. Και μια παλιά πρόταση για Κέντρο Τεκμηρίωσης της Ιστορίας της Ελληνικής Διασποράς. Με μια μεγάλη βιβλιοθήκη, φωνοθήκη, γενεαλογικά Αρχεία. Με πρότυπο τα Μουσεία Μετανάστευσης στο Ellis Island της Νέας Υόρκης και του Μπουένος ¨Αϋρες. Και τα δύο επάνω στις θάλασσες που έφεραν τους πρόσφυγες στις καινούργιες πατρίδες. Και ένα τοίχος τιμής. Τα ελάχιστα. Αν όχι τώρα,πότε;